- αγδίκιωτος
- -η, -οβλ. αγδίκητος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αγδίκητος — η, ο και αγδίκιωτος, η, ο εκείνος για τον οποίο δεν πάρθηκε εκδίκηση: Δεν ξεχνούσε πως ο φόνος του πατέρα του έμενε αγδίκιωτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγδίκητος — και αγδίκιωτος, η, ο 1. αυτός που δεν πήρε εκδίκηση για τον εαυτό του 2. αυτός για τον οποίο δεν πάρθηκε εκδίκηση για κάποιο αδίκημα που τού έκαναν, ο ανεκδίκητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + όψιμο μσν. γδίκοῦμαι και ’γδικιώνω] … Dictionary of Greek
αδίκιωτος — αδίκιωτος, η, ο και αγδίκιωτος, η, ο ο σκοτωμένος του οποίου οι συγγενείς δεν εκδικήθηκαν το θάνατο: Η μάνα του συχνά του θύμιζε πως ο πατέρας του έμενε αδίκιωτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)